- ζόφου
- мрака
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ζόφου — ζόφος nether darkness masc gen sg ζοφόω darken pres imperat act 2nd sg ζοφόω darken imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ADES — I. ADES i. e. Orcus, locus in Bithynia videtur circa Niceam, ex Zonara et Cedreno: Plutonem vertit Cabius, apud Curopalatem. II. ADES sive Hades, Graecis Inferorum Deus, quem Latini Ditem et Plutona, vocant: ita dictus ab α privat. et εἴδειν… … Hofmann J. Lexicon universale
Ωρομάσδης — Περσική θεότητα, που εκπροσωπούσε το αγαθό πνεύμα και ενσάρκωνε την αγνότητα, την ωραιότητα, τη σοφία και τη δύναμη. Ο Ω. είναι η πηγή του φωτός και ο κριτής του κόσμου. Περιβάλλεται από αρχαγγέλους του πνεύματος, των στοιχείων της φωτιάς, των… … Dictionary of Greek
κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… … Dictionary of Greek
λοφώδης — ες (Α λοφώδης, ῶδες) [λόφος] 1. αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν ταύτῃ ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει οἷον λοφώδης ὄγκος μετὰ ζόφου», Αριστοτ.) 2. ο γεμάτος λόφους («λοφώδης έκταση») αρχ. αυτός που είναι κτισμένος πάνω σε λόφο … Dictionary of Greek
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινίδης, Αγαθοκλής — (Σκύρος 1854 – 1920). Διηγηματογράφος και μεταφραστής. Έζησε για αρκετά χρόνια στη Ρωσία, ενώ το 1892 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Σταδιοδρόμησε ως διερμηνέας της ρωσικής πρεσβείας στην Αθήνα και ως υποπρόξενος στον Πειραιά. Ασχολήθηκε κυρίως με τη … Dictionary of Greek
Νέα Σκηνή — Το πρώτο ελληνικό θεατρικό σχήμα που λειτούργησε ως Σωματείο (ομάδα καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας), ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην ανανέωση της ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας. Η Ν.Σ. ιδρύθηκε από τον συγγραφέα, μεταφραστή και σκηνοθέτη… … Dictionary of Greek